μουνοέτις

μουνοέτις
μουνοέτις, -ιδος, ἡ (Α)
ιων. τ. αυτή που έχει ηλικία ενός έτους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοῦνος + -έτις (θηλ. τού -έτης < ἔτος), πρβλ. εννα-έτις, επτα-έτις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”